ἡδύδειπνος

ἡδύδειπνος
ἡδύ-δειπνος, ον,
A dainty-supping, name of a parasite, Alciphr.3.68 tit.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ηδύδειπνος — ἡδύδειπνος, ον (Α) (ονομασία ενός παρασίτου) αυτός που τρώει με γλυκό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + δείπνον] …   Dictionary of Greek

  • ἡδύδειπνος — dainty supping masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δείπνο — το και δείπνος, ο (AM δεῑπνον, το και δεῑπνος, ο) 1. το βραδινό φαγητό («κι ανέγνοιος εκοιμούντονε, το δείπνο να χωνέψει» «ἔχουσι γεῡμα θλιβερόν, δεῑπνον ὀνειδισμένον» «χωρεῑν ἐπὶ δεῑπνον») 2. η ώρα τού βραδινού φαγητού (α. «θα γυρίσουμε κατά το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”